Μαρκίων

Μαρκίων
Μάρκιος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μαρκίων — (Σινώπη 85; – Ρώμη 160;). Ρωμαίος θεολόγος. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, όταν ο Μ. μετέβη στη Ρώμη (περ. το 140), μετέσχε αμέσως στη ζωή της τοπικής χριστιανικής κοινότητας. Διέθετε μεγάλη περιουσία και, όταν βαφτίστηκε χριστιανός, δώρισε στην… …   Dictionary of Greek

  • οφίτες — Αίρεση των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού, που είχε ως θρησκευτικό σύμβολο της το φίδι. Οι ο. δίδασκαν τον δυαδισμό του «υπέρτατου όντος» (θεού) και υποστήριζαν πως ο «Δημιουργός θεός» βρίσκεται σε αντίθεση με τον «Πατέρα θεό». Ο «Πατέρας θεός» …   Dictionary of Greek

  • Marcion of Sinope — (Greek: Μαρκίων[1] Σινώπης, ca. 85 160) was a bishop in early Christianity.[2] His theology, which rejected the deity described in the Jewish Scriptures as inferior or subjugated to the God proclaimed in the Christian gospel, was denounced by the …   Wikipedia

  • Μαρκιωνίτες — και Μαρκιωνιστές, οι (Α Μαρκιωνίται) [Μαρκίων] οι οπαδοί τής αίρεσης τού Μαρκίωνος κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα …   Dictionary of Greek

  • μαρκίωνας — ο (Μ μαρκίων, ίωνος) ο μαρκήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λατ. markio] …   Dictionary of Greek

  • μαρκιωνία — και μαρκία, η [μαρκίων] (κατά τον μεσαίωνα) 1. παραμεθόρια επαρχία 2. η περιφέρεια διοικητικής εξουσίας τού μαρκησίου, το μαργραβάτο …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”